ενεχυροδανειστήριο

ενεχυροδανειστήριο
Ονομασία με την οποία δηλώνονται παραδοσιακά οι θεσμοί, οι οποίοι έχουν προορισμό την ανάπτυξη πιστωτικής δραστηριότητας με ενέχυρο, προς όφελος των φτωχότερων τάξεων. Η ίδρυση ε. προωθήθηκε, για φιλανθρωπικούς σκοπούς, από τους φραγκισκανούς μοναχούς κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι. Το παλαιότερο ε. ιδρύθηκε στην Περούτζια το 1462. Μετά την ίδρυσή του, επακολούθησε η ίδρυση ε. στο Ορβιέτο, στην Πάντοβα και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας. Οι αποφάσεις της 5ης συνόδου του Λατερανού και το χρυσόβουλο του πάπα Λέοντα Γ’ για το επιτρεπτό του τόκου (1515) ευνόησαν την καθιέρωση αυτών των θεσμών στην Ιταλία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η διάδοσή τους υπήρξε σχετικά μικρότερη και πιο καθυστερημένη. Στην Ελλάδα το ε. είναι θεσμός που λειτουργεί από τον 19o αι., αλλά η σχετική νομοθεσία ανανεώθηκε ριζικά κατά τα χρόνια του μεσοπολέμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενεχυροδανειστήριο(ν) — το πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που δίνει δάνεια με ενέχυρο, δηλ. έντοκα δάνεια που ασφαλίζονται με ενέχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστήριο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστήριο — το ίδρυμα που δίνει δάνεια έντοκα τα οποία ασφαλίζονται με ενέχυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεχυροδανειστής — ο αυτός που παρέχει δάνεια παίρνοντας ενέχυρο, αυτός που διατηρεί ενεχυροδανειστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Παν. Ηλιόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυροδανειστής — ο αυτός που δανείζει με ενέχυρα, που διατηρεί ενεχυροδανειστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”