- ενεχυροδανειστήριο
- Ονομασία με την οποία δηλώνονται παραδοσιακά οι θεσμοί, οι οποίοι έχουν προορισμό την ανάπτυξη πιστωτικής δραστηριότητας με ενέχυρο, προς όφελος των φτωχότερων τάξεων. Η ίδρυση ε. προωθήθηκε, για φιλανθρωπικούς σκοπούς, από τους φραγκισκανούς μοναχούς κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι. Το παλαιότερο ε. ιδρύθηκε στην Περούτζια το 1462. Μετά την ίδρυσή του, επακολούθησε η ίδρυση ε. στο Ορβιέτο, στην Πάντοβα και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας. Οι αποφάσεις της 5ης συνόδου του Λατερανού και το χρυσόβουλο του πάπα Λέοντα Γ’ για το επιτρεπτό του τόκου (1515) ευνόησαν την καθιέρωση αυτών των θεσμών στην Ιταλία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η διάδοσή τους υπήρξε σχετικά μικρότερη και πιο καθυστερημένη. Στην Ελλάδα το ε. είναι θεσμός που λειτουργεί από τον 19o αι., αλλά η σχετική νομοθεσία ανανεώθηκε ριζικά κατά τα χρόνια του μεσοπολέμου.
Dictionary of Greek. 2013.